- ὑπερέχαιρον
- ὑπερχαίρωrejoice exceedingly atimperf ind act 3rd plὑπερχαίρωrejoice exceedingly atimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερχαίρω — ὑπερχαίρω ΝΑ χαίρω πάρα πολύ, νιώθω πολύ μεγάλη χαρά (α. «καίπερ ὑπερχαίρων, ὅταν ἐχθροὺς τιμωρῶμαι», Ξεν. β. «ὑπερέχαιρον ἐπὶ τοῑς γάμοις αὐτοῡ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek